εὐχαριστοῦν

εὐχαριστοῦν
εὐχαριστέω
bestow a favour on
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
εὐχαριστέω
bestow a favour on
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐχαρίστουν — εὐχαριστέω bestow a favour on imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) εὐχαριστέω bestow a favour on imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”